προπέτεια

προπέτεια
προπέτεια
headlong haste
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπετεία — προπετείᾱ , προπέτεια headlong haste fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετείᾳ — προπετείᾱͅ , προπέτεια headlong haste fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέτεια — η, ΝΑ [προπετής] μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία νεοελλ. αυθάδεια, ιταμότητα αρχ. 1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός 2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού 3. αστάθεια 4. (για τη μύτη και για τα μάτια)… …   Dictionary of Greek

  • προπέτεια — η αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, θράσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπετείας — προπετείᾱς , προπέτεια headlong haste fem acc pl προπετείᾱς , προπέτεια headlong haste fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετείαι — προπετείᾱͅ , προπέτεια headlong haste fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετείαις — προπέτεια headlong haste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέτειαι — προπέτεια headlong haste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέτειαν — προπέτεια headlong haste fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”